Οι τοιχογραφίες του Michelangelo της Καπέλα Σιξτίνα σε ένα εξαιρετικό τρισδιάστατο βίντεο
Η Καπέλα Σιστίνα ή Παρεκκλήσιο του Σίξτου (ιταλ.: Cappella Sistina, λατιν. Sacellum Sixtinum) είναι παρεκκλήσιο του Αποστολικού Παλατιού, της επίσημης κατοικίας του Πάπα, στην πόλη του Βατικανού.
To αρχικό Μεγάλο Παρεκκλήσιο ανακαινίστηκε το 1477-1480 από τον Πάπα Σίξτο Δ΄ (ιταλ. Sisto IV, λατιν. Sixtus IV), στον οποίο οφείλει και το όνομά του. Από τότε η Καπέλα Σιστίνα έγινε χώρος για θρησκευτικές και διοικητικές δραστηριότητες.
Στην εποχή μας είναι το μέρος σύσκεψης (κονκλάβιου) του συλλόγου των καρδιναλίων για την εκλογή του νέου πάπα. Η φήμη τού παρεκκλησίου οφείλεται στις νωπογραφίες που κοσμούν το εσωτερικό του, πρωτίστως του Μιχαήλ Αγγέλου, ο οποίος φιλοτέχνησε την οροφή του (1508-1512) και τον τοίχο του βωμού (1534-1541).
Κατά την αρχιερατεία του Σίξτου Δ΄ μία ομάδα από ζωγράφους της Αναγέννησης, όπως ο Σάντρο Μποτιτσέλι, ο Περουτζίνο, ο Πιντουρίκκιο, ο Ντομένικο Γκιρλαντάγιο και ο Κόζιμο Ροσέλι, δημιούργησε μία σειρά από νωπογραφίες, που παριστούν στον αριστερό τοίχο τη Ζωή του Μωυσή και στον δεξί τη Ζωή του Χριστού. Επάνω από αυτή τη ζώνη τοιχογραφιών, υπάρχουν πορτραίτα παπών και κάτω της, η ζωγραφική μιμείται κρεμασμένα υφάσματα.
Οι τοιχογραφίες τελείωσαν το 1482 και στις 15 Αυγούστου 1483 ο Σίξτος Δ΄ τέλεσε την πρώτη λειτουργία στο παρεκκλήσιό του για την εορτή της Ανάληψης (Κοίμησης) της Παναγίας. Στην τελετή το παρεκκλήσιο καθαγιάστηκε και αφιερώθηκε στην Παρθένο Μαρία.
Το διάστημα 1508-12, και υπό την προστασία του πάπα Ιουλίου Β΄, ο Μιχαήλ Άγγελος ζωγράφισε την οροφή τού παρεκκλησίου, ένα έργο που άλλαξε τη Δυτική τέχνη και θεωρείται ως ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα του ανθρώπινου πολιτισμού.
Ο καλλιτέχνης επέστρεψε έπειτα από τη λεηλασία της Ρώμης και σε ένα διαφορετικό πια κλίμα ζωγράφισε, το διάστημα 1535-1541, την Τελική Κρίση, μία παραγγελία του Κλήμη Ζ΄, που εκτελέστηκε από τον Παύλο Γ΄. Η φήμη των ζωγραφικών αυτών έργων του Μιχαήλ Αγγέλου ελκύει πλήθος τουριστών στο παρεκκλήσιο, εδώ και 500 έτη που δημιουργήθηκαν.
Αν και το Παρεκκλήσιο είναι γνωστό ως χώρος σύγκλησης του Συλλόγου των Καρδιναλίων, η αρχική λειτουργία του είναι ως ο χώρος του Παπικού Συλλόγου (Capella Pontifica), ενός από τα δύο σώματα της παπικής Οικίας (Domus Pontificalis), η οποία ως το 1968 εκαλείτο Παπική Αυλή (Aula Pontificia)· το άλλο σώμα έχει νομικές και δικαστικές αρμοδιότητες.
Την εποχή του Σίξτου Δ΄, στα τέλη του 15ου αι., ο Σύλλογος αποτελείτο από 200 άτομα περίπου: κληρικούς, αξιωματούχους του Βατικανού και διακεκριμένους λαϊκούς.
Υπήρχαν 50 περιπτώσεις κατά τη διάρκεια του έτους, οι οποίες αναγραφόταν στο Παπικό ημερολόγιο, που έπρεπε να συγκληθεί όλος ο Παπικός Σύλλογος. Από αυτές τις περιπτώσεις, οι 35 ήταν λειτουργίες.
Οκτώ από αυτές γινόταν σε Βασιλικές, γενικά σε αυτή του Αγ. Πέτρου και τις παρακολουθούσαν πολύ εκκλησίασμα. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν η ημέρα των Χριστουγέννων και οι λειτουργίες του Πάσχα, στις οποίες ιερουργούσε ο ίδιος ο πάπας.
Οι υπόλοιπες 27 λειτουργίες μπορούσαν να γίνονται σε μικρότερο, λιγότερο δημόσιο χώρο· για τον λόγο αυτό χρησιμοποιούσαν το Μεγάλο Παρεκκλήσιο (Capella Maggiore), πριν ξανακτιστεί στην ίδια θέση ως Παρεκκλήσιο του Σίξτου.
Το τωρινό κτίσμα, στη θέση του Μεγάλου Παρεκκλησίου, σχεδιάστηκε από τον Μπάκιο Ποντέλλι για τον Σίξτο Δ΄, από τον οποίο πήρε το όνομά του. Οικοδομήθηκε υπό την επίβλεψη του Τζιοβαννίνο ντε Ντόλτσι το διάστημα 1473-81.
Οι αναλογίες του τωρινού παρεκκλησίου φαίνεται να ακολουθούν στενά αυτές του αρχικού. Έπειτα από την ολοκλήρωσή του, το παρεκκλήσιο διακοσμήθηκε με νωπογραφίες από έναν αριθμό από τους πιο διάσημους ζωγράφους της Ακμής της Αναγέννησης, περιλαμβανομένων των Σάντρο Μποτιτσέλι, Ντομένικο Γκιραλντάιο, Πιέτρο Περουτζίνο και Μιχαήλ Άγγελος.
Η πρώτη λειτουργία έγινε στις 15 Αυγούστου 1483, στην Εορτή της Ανάληψης της Παρθένου. Στην τελετή το Παρεκκλήσιο καθαγιάστηκε και αφιερώθηκε στην Παρθένο Μαρία.
Το Παρεκκλήσιο του Σίξτου διατήρησε τη χρήση του ως σήμερα και συνεχίζει να φιλοξενεί τις σημαντικές λειτουργίες του Παπικού Ημερολογίου, εκτός αν ο πάπας ταξιδεύει. Υπάρχει μία μόνιμη χορωδία, η Χορωδία της Καπέλα Σιστίνα και έχει γραφτεί πολλή μουσική ειδικά γι’αυτήν: το πιο διάσημο κομμάτι είναι το Miserere mei Dei (Ελέησόν με ο Θεός) του Γκρεγκόριο Αλέγκρι.